English version
Πρόθεση του Μουσείου είναι να δώσει στον επισκέπτη μια αίσθηση της ζωής των
Σαρακατσάνων χωρίς να προσδιορίζεται απόλυτα ο τόπος και ο χρόνος. Η προσπάθεια
βασίστηκε σε προφορικές παραδόσεις, αναμνήσεις και βιώματα Σαρακατσάνων, καθώς
και σε εθνογραφικές και κοινωνιολογικές μελέτες. Οι πηγές αναφέρονται ως επί το
πλείστον στον 20ο αιώνα, καθώς η ιστορική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.
ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ Οι Σαρακατσάνοι είναι Ελληνικός πληθυσμός με χαρακτηριστικά έθιμα και τρόπο
ζωής. Κοιτίδα τους θεωρείται η Πίνδος από όπου απλώθηκαν σε ολόκληρη σχεδόν την
ηπειρωτική Ελλάδα. Νομάδες κτηνοτρόφοι ζούσαν σε καθεστώς κλειστής πατριαρχικής
κοινωνίας. Από τις αρχές του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα μετακινούνταν
μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας. Μετά το διακανονισμό των Ελληνικών συνόρων
το 1923 οι μετακινήσεις τους αυτές περιορίστηκαν στον Ελλάδικό χώρο. Μεγάλα
Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα διατηρήθηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του
'40 . Σήμερα ;
Σήμερα οι Σαρακατσάνοι έχουν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία και το νομαδισμό και
ζούνε μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΑ
Τα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα ήταν κοινότητες που τις αποτελούσαν συγγενικές
κυρίως οικογένειες – οι φάρες ή πατριές – αλλά και ξένοι οι σμίχτες. Τη
δημιουργία του τσελιγκάτου την επέβαλαν οι ιδιαίτερες συνθήκες της νομαδικής
ζωής όπως π.χ. η δυσκολία εύρεσης βοσκοτόπων και η ανάγκη για καλύτερη φροντίδα
και εκμετάλλευση των κοπαδιών. Αρχηγός του τσελιγκάτου ήταν ο τσέλιγκας.
Τσέλιγκας ήταν ο ικανότερος κτηνοτρόφος. Ήταν υπεύθυνος για την οικονομική και
κοινωνική οργάνωση του τσελιγκάτου, που λειτουργούσε ως μορφή κοινοπραξίας. Στο
τέλος κάθε εποχής και με βάση τη δύναμη της κάθε οικογένειας σε γιδοπρόβατα
καθώς και την προσφορά εργασίας μέσα στα τσελιγκάτα γινόταν η κατανομή των
εσόδων και εξόδων. ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟΥ
Μικρογραφία τσελιγκάτου, έργο του Βασίλη Τσαούση. Δίνει την εικόνα της διάταξης
των καλυβιών μέσα στον περιβάλλοντα χώρο του βουνού. |
Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν σε καλύβια, κατασκευασμένα από λεπτούς κορμούς δέντρων, τα λούρα. Το σχέδιο των καλυβιών χαραζόταν στο έδαφος. Στη συνέχεια στηνόταν ο
σκελετός με κάθετα και οριζόντια λούρα. Ακολουθούσε η επένδυση του σκελετού με
χόρτο ή φυλλώματα. Ο τύπος των καλυβιών ήταν στρογγυλός και μεταγενέστερα
στρογγυλός ή παραλληλόγραμμος.
|
Εξωτερική άποψη της "μεγάλης καλύβας" που
ήταν ο χώρος διαμονής της οικογένειας. Πλάι στη "μεγάλη" αυτή καλύβα
στηνόταν όμοιο αλλά μικρότερο καλύβι, ή "καλυβούλα", όπου έβαζαν τον
αργαλειό και φύλαγαν τον ρουχισμό. |
|
Εσωτερική άποψη της μεγάλης καλύβας. Δεξιά
φαίνονται τα "λιγκέρια", ξύλινη κατασκευή με ράφια, όπου τοποθετούσαν τα
ψωμιά (ψωμοκρέβατο) και τα "λιγκέρια", δηλαδή τα χάλκινα σκεύη (λιγκεροκρέβατο). |
|
Εσωτερικό της μεγάλης καλύβας ντυμένο
γιορταστικά με πολύχρωμες μάλλινες βελέντζες. Αριστερά διακρίνεται η "βάτρα"
δηλαδή η θέση της φωτιάς (αρχέγονο στοιχείο επισήμανσης του "κέντρου")
και ο "σοφράς", χαμηλό στρογγυλό τραπέζι του φαγητού. Ολόγυρα,
ημικυκλικό συνεχές, ξύλινο κάθισμα, το "πεζούλι", στρωμένο με πολύχρωμες
μάλλινες βελέντζες. |
Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΟΥ
Η καλύβα του τσοπάνου στηνόταν δίπλα στο μαντρί και στέγαζε το βοσκό και το
βοηθό του. |
Η ΤΣΙΑΤΟΥΡΑ Τσιατούρα ονομάζουν οι Σαρακατσάνοι το πρόχειρο στέγαστρο που έστηναν για
διανυκτέρευση κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους. Η τσιατούρα στηριζόταν σε
δύο δοκούς, τις φούρκες, και μια οριζόντια, τον καβαλάρη. Πάνω στο βασικό αυτό
σκελετό έριχναν το τεντόπανο που γινόταν από γιδίσιο και πρόβειο μαλλί για να
είναι αδιάβροχο. Με το ίδιο ύφασμα έκλειναν και τα δύο ανοίγματα της τσιατούρας
– μπρος και πίσω.
|
Σαρακατσάνα του καραβανιού με τα γιορτινά της και το φορτωμένο άλογο έξω από την
τσιάτουρα. |
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ Μέσα στην καθημερινή συναναστροφή οι μεγαλύτεροι μετέδιδαν στους μικρότερους τις
γνώσεις και τις παραδόσεις τους. Επιπλέον τα αγόρια μάθαιναν ανάγνωση, γραφή και
αριθμητική, κάτι που θα τους ήταν αργότερα απαραίτητο για τις οικονομικές
συναλλαγές τους. Τα μαθήματα γίνονταν το καλοκαίρι στο τσελιγκάτο και ο δάσκαλος
που προσλαμβάνονταν ήταν συνήθως αδιόριστος ή συνταξιούχος. Τα τελευταία χρόνια
της λειτουργίας τσελιγκάτων, η εκπαίδευση των Σαρακατσάνων έγινε πιο
οργανωμένη. Τότε τα σχολεία εξοπλίστηκαν με θρανία και μαυροπίνακες.
|
Το σχολείο. Χορτόπλεκτη καλύβα με ορθογώνιο σχήμα. Λειτουργούσε μόνο τα
καλοκαίρια. Ο εξοπλισμός και ο δάσκαλος έρχονταν από γειτονικό χωριό. |
ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Τόξο και βέλος
Βροντάρα: όταν έσπρωχναν το έμβολο έβγαινε ένας δυνατός κρότος.
Τσλίθρα: παιχνίδι που πετούσε νερό.
Τσιλίκα και τσιλκάρ΄. ΤΟ ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ
|
Η τυροκομία ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία των Σαρακατσάνων. Το
τυροκομείο ή μπατζός, που ήταν ειδικό ορθογώνιο καλύβι, στηνόταν στο χώρο
αρμέγματος των κοπαδιών. Την άνοιξη συγκεντρώνονταν τα γάλατα του τσελιγκάτου.
Τότε άρχιζε η διαδικασία της τυροκόμησης που γινόταν είτε από τον ίδιο τον
τσέλιγκα είτε από τυροκόμους εμπόρους. |
|
Εσωτερική άποψη του μπαντζού με το "ταζάκι",
ξύλινο πάγκο της τυροκομίας. Στο ράφι διάφορα ποικιλόσχημα χάλκινα
δοχεία για το γάλα, τα "μετρίδια". |
|
Εσωτερική άποψη του μπαντζού. Διακρίνονται
το καζάνι, όπου στράγγιζαν και έπηζαν το γάλα, και το μεγάλο χάλκινο "γκιούμι".
Στο ράφι έχουν τοποθετηθεί σε επάλληλες σειρές κασέρια ή "κασκαβέλια",
χαρακτηριστικό είδος της σαρακατσάνικης τυροκομίας. |
ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ
"Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βροντάν κουδούνια…." Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα (1) που ήταν
χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά (2) που ήταν χυτά
ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέμι,
το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των
κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους
οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και
ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται αρμονικά.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
|
|
|
Τύλιγμα του στυμονιού στο
αντί (οριζόντιο εξάρτημα) του αργαλειού. |
1917: 'Αντρες με τα σλιάφια. |
1918: 'Αρμεγμα προβάτων. |
|
|
|
|
1925: Οι παππούδες και τα εγγόνια. |
1927: Ηλικιωμένοι και νεώτεροι όπως
συνήθιζαν να κάθονται για να συζητούν διάφορα θέματα μετά από τις
εργασίες τους. |
1930: Γάμος. Συμπεθεριακό στην
Ανατολική Μακεδονία φορώντας πουκάμισο με πέντε σειρές κουμπιά,
φουστανέλα και κάλτσες. |
|
|
|
|
1935: Γάμος. Γυναίκες Σαρακατσάνες με πάνινες τραχλιές και
ποδιές πάνινες φρουτοποδιές με παναούλες. |
1935: Τυροκόμοι στο τυροκομείο - μπατζιό
με τα κασέρια τα λεγόμενα κασκαβάλια. |
1936: 'Αντρες με αλογόκαρα για εργασία σε κτήματα και
χωράφια. |
|
|
|
|
1939: Σαρακατσάνοι στην στρούγγα αρμέγοντας τα πρόβατα. |
1945: Mετακίνηση από τα χειμαδιά στα βουνά - καραβάνι. |
1948: Γάμος. Χορός γύρω από την
προίκα που ήταν εκτεθειμένη στην αυλή. Μισές γυναίκες φοράνε πολιτική
φορεσιά από την περιοχή Κομοτηνής και οι άλλες μισές Μακεδόνικη. |
|
|
|
|
1950: Σχολείο με αγόρια και
κορίτσια. |
1956: Γάμος. Πήδημα πρόικας από τον
μπράτιμο και τον κουμπάρο. |
1957: Γάμος. Νύφη με άσπρο νυφικό,
ενώ η προίκα εκτίθεται κρεμασμένη σε σκοινιά. Περιοχή Κομοτηνής. |
ΥΦΑΝΤΙΚΗ Η υφαντική ήταν η βασική δραστηριότητα των γυναικών. Με το μαλλί των προβάτων
και το τραγόμαλλο κατασκεύαζαν τα απαραίτητα υφάσματα για τη φορεσιά και τις
οικιακές ανάγκες. Ο αργαλειός γινόταν από ακατέργαστους κορμούς δέντρων
μπηγμένους στο χώμα και στηνόταν σε μικρό καλύβι, δίπλα στο μεγάλο.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΛΩΣΤΗΣ
Τμήμα της προθήκης με τη διαδικασία της κλωστής. |
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΩΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ
|
|
Τύλιγμα στην τυλίχτρα |
Τύλιγμα στο αντί με τα καλαμίδια στο στημόνι |
ΒΕΛΕΝΤΖΕΣ
Μάλλινα υφαντά φλοκάτα στρωσίδια. Γινόταν από παχύ μαλλί προβάτων. Έχουν πολύχρωμο
διάκοσμο του αργαλειού. Στα αυστηρά τυποποιημένα θέματα γίνεται φανερή η
παρουσία του σημείου του σταυρού.
ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
|
|
|
|
Πόρπες ασημοζώναρα |
|
|
|
|
|
Πόρπη ασημοζώναρο |
Πόρπες κοπτσιά |
Πόρπη γκουμπές |
ΓΑΜΟΣ
"Καλά πήγαμαν και ήρθαμαν την πήραμαν τη νύφη" Οι Σαρακατσάνοι ακολουθούσαν αυστηρά την παράδοση και παντρεύονταν μόνο μεταξύ
τους. Η ενδογαμία αυτή συνέβαλε στη διατήρηση της κλειστής κοινωνίας, των
εθίμων και του τρόπου ζωής τους. Οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο που κανόνιζαν
οι γονείς των μελλονύμφων. Ο θεσμός της προίκας δεν υπήρχε. Η τελετή του γάμου
διαρκούσε οκτώ μέρες και κάθε μία από αυτές ήταν αφιερωμένη σε ένα διαφορετικό
έθιμο π.χ. καλέσματα, ζύμωμα ψωμιών, ράψιμο και στήσιμο του φλάμπουρα, ετοιμασία της νύφης και του γαμπρού,
στεφανώματα.
|
|
|
Σαρακατσάνοι νύφη και
γαμπρός. |
Φωτογραφία νυφικού ζευγαριού
του τέλους της δεκαετίας του '40. Η νύφη διατηρεί την παραδοσιακή
φορεσιά ενώ ο άνδρας έχει φορέσει την ευρωπαϊκή. |
Σκηνές της παραδοσιακής
γαμήλιας τελετής: Το "ξέσκιασμα", δηλαδή το άδειασμα της προίκας από
τους σάκους μεταφοράς. Το "πήδημα" της προίκας από τον μπράτιμο. Οι "σχαριάτες",
η έφιππη πομπή του συμπεθεριού που την αποτελούσαν μόνο άνδρες. |
ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
Τμήμα της προθήκης με τις ποικιλίες της σαρακατσάνικης φορεσιάς. Από αριστερά
προς τα δεξιά: Σαρακατσάνος με "ποτούρι", σαρακατσάνος με "σεγκούνι", κλέφτικη
φορεσιά, ομάδα με γυναικείες φορεσιές Θράκης, διαφόρων ηλικιών. |
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Η γυναικεία φορεσιά χαρακτηρίζεται από χρωματική αυστηρότητα και παρουσιάζει
τοπικές παραλλαγές.
Τρεις
ποικιλίες της γυναικείας σαρακατσάνικης φορεσιάς. Από αριστερά προς τα δεξιά:
Ηπείρου, Θεσσαλίας και Κεντρικής Μακεδονίας, η λεγόμενη και "Κασσανδρινή". |
ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Οι βασικοί τύποι της ανδρικής Σαρακατσάνικης φορεσιάς είναι:
|
|
|
Α) Η κλασική φουστανέλα. |
Β) Το σεγκούνι: είδος
μάλλινης φουστανέλας ενωμένη με τσαμαντάνι (μπούστο). |
Γ) Το ποτούρι: είδος βράκας. |
ΚΑΠΛΙΕΣ
Μάλλινα ορθογώνια υφαντά με πυκνά πολύχρωμα κεντήματα στο χέρι και κρόσια.
Ο πλούσιος τυποποιημένος ελικωτός διάκοσμος καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια
με κεντρικό στοιχείο αναφοράς το φυλακτικό σημείο του σταυρού. Η καπλιά
χρησίμευε για να σκεπάζει και να στολίζει τα καπούλια του
αλόγου.
ΖΩΣΤΡΕΣ Ζωνάρια για να δένουν τα φορτία στα άλογα.
ΚΛΟΥΡΟΤΡΟΥΒΑΔΕΣ
Μάλλινα υφαντά ταγάρια (μικροί τετράγωνοι σάκοι) με πολύχρωμο κεντητό διάκοσμο. Τα χρησιμοποιούσαν για την
μεταφορά της κουλούρας του γάμου. Ο πολύχρωμος κεντητός ή με μικρές φούντες και
ταινίες διάκοσμος σχηματίζει σταυρό, στοιχείο φυλακτικό και αποτρεπτικό,
βασικό θέμα της σαρακατσάνικης διακοσμητικής.
ΤΑΒΛΕΣ
Στενόμακρα δίχρωμα βαμβακερά υφαντά στολισμένα με επίρραπτες φούντες και χρωματιστές φρέντζες (ταινίες) που
σχημάτιζαν σταυρούς. Στρώνονταν κατάχαμα για τα γιορταστικά πολυπρόσωπα γεύματα.
Στην
τάβλα της εικόνας έχουν τοποθετηθεί γαμήλια αντικείμενα και σκεύη, όπως "κόφες"
(ξύλινα δοχεία) για το ούζο και το κρασί, "γαμπροκούλουρα", κουφέτα και δύο
μαντίλια περασμένα στα δαχτυλίδια του αρραβώνα. |
ΔΙΣΑΚΙΑ Διπλοί σάκοι μεταφοράς που ρίχνονταν στη σέλα ή στο σαμάρι των αλόγων.
ΚΑΛΤΣΕΣ Οι Σαρακατσάνοι φόραγαν στα πόδια μαλλοβάμβακες, πλεχτές κάλτσες που τις
αποτελούσαν δύο βασικά κομμάτια: η κάλτσα και η πατούνα. Ο χωρισμός αυτός
γινόταν για να μην αχρηστεύεται η κάλτσα όταν με την χρήση έλιωνε το κάτω μέρος
της.
Γυναικείες πλεχτές κάλτσες και "πατούνες" με σύρραπτα "κοντοτσούραπα", που
έντυναν το κάτω μέρος του ποδιού μέχρι τον αστράγαλο. |
ΠΑΝΑΟΥΛΕΣ Οι
"παναούλες" ή "παναγούλες" είναι μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο υφαντό, κεντημένες με
πολύχρωμα μεταξωτά, χρυσά κορδόνια και στολισμένες με χρυσές και ασημένιες φρέντζες (διακοσμητικές ταινίες εμπορίου).
Φοριόνταν από τις Σαρακατσάνες της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θράκης. Τα διακοσμητικά θέματα,
εκτός των μεταφυσικών τους συμβολισμών, κατά μία εκδοχή ίσως εξέφραζαν και το
κοινωνικό ή ηλικιακό status των γυναικών που τις
φορούσαν και ήταν σύμβολα γονιμότητα, αφθονίας και
ευημερίας.
|