Το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων στη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα
συνεχών 25χρονων αγώνων, στη διάρκεια των οποίων πέρασε από διάφορες φάσεις αλλά
και πέτυχε τιμητικές διακρίσεις. Τα πρώτα του εγκαίνια έγιναν το 1979, στον
πρώτο όροφο ενός παλαιού κτιρίου των Σερρών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1983, η
έκθεση επεξετάθη και στον β' όροφο και τα εγκαίνια αυτή τη φορά συνδυάστηκαν με
την οργάνωση του α' επιστημονικού συμποσίου με θέμα «Σαρακατσάνοι, ένας
ελληνικός νομαδικός κτηνοτροφικός πληθυσμός». Τα πρακτικά του συμποσίου, στο
όποιο έγιναν δεκαπέντε ανακοινώσεις, εκδόθηκαν το 1984 σ' έναν τόμο 191 σελίδων.
Το 1984 το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων ετιμήθη με το χρυσό μετάλλιο του
Ροταριανού Ομίλου Θεσσαλονίκης και το 1987 το «Ευρωπαϊκό Βραβείο του Μουσείου
της χρονιάς (Prix du Musée de l'Année) το συμπεριέλαβε και του απένειμε ειδική
διάκριση μεταξύ δεκαοκτώ ευρωπαϊκών Μουσείων, που εκρίθησαν ως τα καλύτερα της
Ευρώπης, ανάμεσα σε 146 που είχαν διαγωνισθεί.
Καθώς αύξανε όχι μόνο το ελληνικό αλλά και το διεθνές ενδιαφέρον γι' αυτό το
εξειδικευμένο (μονογραφικό θα το χαρακτήριζε η σύγχρονη Μουσειολογία) ελληνικό
λαογραφικό Μουσείο, ενώ παράλληλα πλήθαινε και ο αριθμός του υλικού του, άρχισε
ένας νέος κύκλος αγώνων και προσπαθειών, ώστε να αποκτηθεί καινούργιο, ιδιόκτητο
κτίριο για τη μεταστέγαση του.
Ο
αγώνας χάρη στην κατανόηση, το ενδιαφέρον και την ενίσχυση εκ μέρους πολλών
παραγόντων και ιδιαίτερα του Υπουργείου Πολιτισμού ευοδώθηκε το 1991 άρχισε η
ανέγερση του σημερινού κτιρίου σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από το Ελληνικό
Δημόσιο και το 1997 εγκαινιάστηκε το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων με νέα
εντελώς μορφή.
Το νέο κτίριο αποτελείται από τρία επίπεδα: υπόγειο, ισόγειο και όροφο σε
μορφή υπερώου. Στο υπόγειο έχουν διαμορφωθεί χώροι αποθήκευσης του μουσειακού
υλικού, βιβλιοθήκη και μικρή αίθουσα εκδηλώσεων και διδασκαλίας σαρακατσάνικων
χορών και μουσικής. στο ισόγειο και τον όροφο κατεβλήθη προσπάθεια να δοθεί,
έστω σημειολογικά, η ζωή και η τέχνη των Σαρακατσάνων κατά την τελευταία φάση
της νομαδικής ζωής τους, δηλαδή κατά την εποχή του μεσοπολέμου και ως το τέλος
της δεκαετίας του '40, οπότε ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός
εξαφάνισαν τα τσελιγκάτα.
Ο χώρος, μικρός σε σχέση με το συγκεντρωμένο υλικό, δεν επέτρεπε να δοθεί σε
όλες της τις πτυχές η σαρακατσάνικη τέχνη και ζωή. Έτσι η έκθεση περιορίστηκε
κυριότερες κι επισημότερες μορφές τους.
Στο ισόγειο τα χορτόπλεκτα καλύβια, με τις διάφορες μορφές και τις ποικίλες
χρήσεις, δίνουν μια συμπυκνωμένη εικόνα της ζωής στο τσελιγκάτο. Η
λαμπροφορεμένη Σαρακατσάνα με το καταστόλιστο άλογο της, που στέκει πλάι στην
«τσιατούρα», παραπέμπει στην ετήσια ανοιξιάτικη πορεία των Σαρακατσάνων, από τα
χειμαδιά στα ορεινά. Πλάι το σχολειό με τον δανεισμένο από κάποιο γειτονικό
χωριό εξοπλισμό (πού το φθινόπωρο επιστρεφόταν στους ιδιοκτήτες του) επισημαίνει
την ανάγκη των Σαρακατσάνων για μια έστω στοιχειώδη μάθηση, αφού για να γίνει
κάποιος τσέλιγκας, δηλαδή αρχηγός του τσελιγκάτου, έπρεπε να ξέρει γράμματα και
αριθμητική. Σε τέτοια σχολεία πήραν τις πρώτες γνώσεις Σαρακατσάνοι πού,
αργότερα, μετά τη διάλυση των τσελιγκάτων, έγιναν έμποροι, επιχειρηματίες,
επιστήμονες και πολιτικοί.
Στο κέντρο της αίθουσας υψώνεται η «μεγάλη καλύβα», ο χώρος της διαμονής, όλη
ντυμένη με πολύχρωμα ολοπλούμιστα υφαντά, όπως γινόταν στους γάμους, τα
«κουρμπάνια» και γενικά στις γιορτές. Σε μια γωνιά η καλύβα του βοσκού που
στηνόταν στο χώρο της βοσκής και ο «μπαντζός», δηλαδή το τυροκομείο, μαζί με
φωτογραφίες, σχέδια και κείμενα, συμπληρώνουν τη συνοπτική εικόνα μιας ζωής που
χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Στον όροφο η έκθεση περιλαμβάνει την τέχνη - κατεξοχήν γυναικεία - των
Σαρακατσάνων, δηλαδή την υφαντική, τη φορεσιά και την κεντητική. Η μεγάλη
προθήκη της «διαδικασίας της κλωστής», με φωτογραφίες, όργανα, κείμενα κτλ.,
εικονίζει τις φάσεις της δουλειάς από τον «κούρο» ως τον αργαλειό και το
αποτέλεσμα, που είναι κάθε λογής υφαντά, βαμβακερά υφάσματα για διάφορες χρήσεις
και λαμπρές πολύχρωμες μάλλινες βελέντζες. Ακολουθούν προθήκες με εξαρτήματα και
κοσμήματα της γυναικείας φορεσιάς, καθώς και σύνολα, ανδρικά και γυναικεία, από
διάφορες, τοπικές σαρακατσάνικες ενδυματολογικές παραλλαγές η ποικιλίες.
Εντυπωσιακή είναι η αναπαράσταση της φορεσιάς του Σαρακατσάνου κλέφτη η
αρματολού του 1821.
Τέλος, στις προθήκες τις ενσωματωμένες στο κιγκλίδωμα του ορόφου έχουν
εκτεθεί δείγματα της κεντητικής και της πλεκτικής, όπως «παναούλες», κάλτσες και
«καπλιές», όλα εξαίρετα δείγματα της αξιοσύνης των Σαρακατσάνων γυναικών. |